ορνιθοκόμος

ορνιθοκόμος
ο , η
1) птицевод; 2) см. ορνιθοτρόφος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ορνιθοκόμος" в других словарях:

  • ορνιθοκόμος — ο (Α ὀρνιθοκόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοκόμος άτομο που ασχολείται συστηματικά με την επιστημονική εκτροφή ορνίθων και, γενικά, πουλερικών, πτηνοτρόφος αρχ. 1. αυτός που εκτρέφει πτηνά 2. (το αρσ. ως κύριο ον.)… …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθοκόμον — ὀρνιθοκόμος keeping poultry masc/fem acc sg ὀρνιθοκόμος keeping poultry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρνιθοκόμοις — ὀρνιθοκόμος keeping poultry masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοκομία — η η τέχνη τού ορνιθοκόμου, η επιστημονική μέθοδος εκτροφής και περιποίησης πουλερικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοκομείο — το (ΑΜ ὀρνιθοκομεῑον) [ορνιθοκόμος] νεοελλ. τόπος όπου γίνεται, συστηματική εκτροφή πουλερικών, πτηνοτροφείο μσν. αρχ. τόπος όπου εκτρέφονται και διατηρούνται πτηνά …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοκομικός — η, ό [ορνιθοκόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορνίθοκομία …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»